εξηγητικός

εξηγητικός
η , ό[ν] объяснительный, разъяснительный, пояснительный, толковый;

εξηγητικες σημειώσεις — комментарий


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εξηγητικός" в других словарях:

  • ἐξηγητικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξηγητικός — ή, ό (AM ἐξηγητικός, ή, όν) [εξηγητής] ερμηνευτικός, διασαφητικός («εξηγητικά σχόλια») αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διήγηση …   Dictionary of Greek

  • εξηγητικός — ή, ό επίρρ. ά που χρησιμεύει για εξήγηση, επεξηγηματικός, διασαφητικός: Εξηγητικές σημειώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξηγητικά — ἐξηγητικός of neut nom/voc/acc pl ἐξηγητικά̱ , ἐξηγητικός of fem nom/voc/acc dual ἐξηγητικά̱ , ἐξηγητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητικώτερον — ἐξηγητικός of adverbial comp ἐξηγητικός of masc acc comp sg ἐξηγητικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητικῶν — ἐξηγητικός of fem gen pl ἐξηγητικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητικόν — ἐξηγητικός of masc acc sg ἐξηγητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητικαί — ἐξηγητικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητικοῖς — ἐξηγητικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητικοί — ἐξηγητικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξηγητικοῦ — ἐξηγητικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»